Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2013

Η Αδη-μονία του Ορφέα

Η αδημονία του Ορφέα και η απώλεια της Ευρυδίκης: Αυτό που προσδίδει αρχετυπική πυκνότητα στο μυθολογικό μοτίβο της «Ευρυδίκης» είναι η διπλή της απώλεια. Η Ευρυδίκη είναι το αρχέτυπο όνομα της αμετάκλητης απώλειας του αντικειμένου της επιθυμίας, με την ευρεία έννοια του όρου.
Η απλότητα της ιστορίας συγκαλύπτει το βάθος της και της συμβολικές προεκτάσεις της. 

Σύμφωνα με την κλασσική εκδοχή της, η Ευρυδίκη οδηγείται μια πρώτη φορά στον Άδη υποκύπτοντας σε θανατηφόρο δάγκωμα φιδιού ενώ προσπαθεί να γλιτώσει από την ερωτική καταδίωξη του Αρισταίου. Ο απαρηγόρητος Ορφέας αποτολμά την κάθοδο στο βασίλειο του Άδη για να συγκινήσει τις χθόνιες θεότητες και να ανακτήσει την αγαπημένη του. 

Υπερβαίνοντας εαυτόν κατά την άσκηση της μουσικής τέχνης του, θα καταφέρει να σαγηνεύσει την ψυχή του Πλούτωνα και της Περσεφόνης που συγκινημένοι, θα του παραχωρήσουν το προνόμιο να επαναφέρει στο φως του κόσμου την σκιά στην οποία αναγνώρισε το μεταθανάτιο είδωλο της Ευρυδίκης. Προσθέτοντας ωστόσο έναν απαγορευτικό όρο: να μην αποθέσει το βλέμμα του πάνω του πάνω στο αντικείμενο του ερωτά του προτού να διαβεί το συμβολικό όριο του κάτω κόσμου και εισέλθει στο κόσμο των ζωντανών. 

Έρμαιο της Αδη-μονίας του, ο Ορφέας θα στραφεί να αντικρίσει την αγαπημένη του, παραβιάζοντας την ανειλημμένη δέσμευσή του και καταδικάζοντας έτσι την Ευρυδίκη να επιστρέψει τελεσίδικα στην σκιώδη υπόστασή της καθοδηγούμενη από τον ψυχοπομπό Ερμή. Το οδοιπορικό του απελπισμένου Ορφέα τελειώνει με την λυτρωτική κατασπάραξή του από τις Μαινάδες. Επιπλέοντας στο ποτάμι, το ασώματο κεφάλι του επαναλαμβάνει το όνομα μέσα στον οδυνόμενο ψίθυρο της ασίγαστης επίκλησής της, σαν να θέλει να κρατήσει για πάντα κοντά του το ύστατο συμβολικό ίχνος της μέσα σ’ ένα ατέλειωτο πένθος.

Ωστόσο το φάντασμα μιας απορίας πλανάται στον αφηγηματικό ορίζοντας αυτής της απλής ιστορίας, ακολουθώντας το βήμα του προπορευόμενου Ορφέα και κάνοντας αισθητή την παρουσία του την μοιραία στιγμή που αυτός στρέφεται να αντικρίσει την αγαπημένη του. Γιατί άραγε ο Ορφέας υποκύπτει στην ολέθρια αδημονία του, της οποίας γνωρίζει την ανεπανόρθωτη έκβαση; Το ερώτημα ίσως να μην είναι σωστά διατυπωμένο υπ’ αυτή την μορφή. Θα ήταν ορθότερο να αναρωτηθούμε τι σημαίνει αυτή η αναπάντεχη, απογοητευτική και ακατανόητη τροπή της μυθικής ανάβασης.

Γιατί ο Ορφέας αδυνατεί να τιθασεύσει την αδημονία του; Τι ακριβώς αδυνατεί να τιθασεύσει; Τι την καθιστά ακαταμάχητη, λίγα μόλις βήματα πριν την οριστική ανάκτηση της αγαπημένης του. Με δύο λόγια ποια είναι η αινιγματική σημασία που μας αποκαλύπτεται τυλιγμένη στο σκοτάδι του Άδη; Για να φωτίσουμε αυτή την απορία στην οποία καταλήγει ο δρόμος της επιστροφής και εγκαινιάζεται η παλινδρόμηση στο θάνατο, θα πρέπει να διατρέξουμε τον κόμβο που συνθέτουν το υποκείμενο της επιθυμίας, το αντικείμενο της και η απώλειά του με τα νήματα του πένθους.

Δύο κορυφαίοι ψυχαναλυτές, η Μελανί Κλάιν και ο Ζακ Λακάν έδειξαν, ο καθένας από την σκοπιά του, ότι η απώλεια και το πένθος του αντικειμένου της αποτελούν δυο γόνιμες, κομβικές στιγμές στην συγκρότηση του ανθρώπου ως υποκειμένου της επιθυμίας. Η διαλεκτική της επιθυμίας έχει ως προϋπόθεση μια πρωταρχική έλλειψη που θα λειτουργήσει ως ορίζοντας προσδοκίας και πεδίο εγγραφής των μελλοντικών αναπληρώσεων. Μόνο υπ’ αυτήν την προϋπόθεση η επιθυμία αναζητά το αντικείμενό της διαμορφώνοντας μια ανοιχτή αλυσίδα υποκαταστάσεων. 

Εδώ έγκειται το μυστικό της επιθυμίας, που ο Πλάτωνας μάλιστα είχε εντοπίσει και διατυπώσει ρητά πολύ πριν την έλευση της ψυχανάλυσης. Ο Ορφέας δεν θα αναζητήσει την Ευρυδίκη παρά υπό την προϋπόθεση ότι την έχει χάσει. Ο καθένας γνωρίζει ότι το αντικείμενο επιθυμίας είναι ριζικά ετερογενές ως προς όλα τα καταναλωτικά αντικείμενα – ψυχαγωγικά, σεξουαλικά, ιδεολογικά κλπ. Είναι το ανεύρετο αντικείμενο μέσα στην πληθωριστική προσφορά καταναλωτικών αγαθών. Ο εκοσμικευμένος άνθρωπος νοιώθει το σκίρτημα της ψυχής του όχι όταν καταναλώνει αλλά κάθε φορά που ερωτεύεται. 

Εδώ, μια διάκριση είναι απαραίτητη. Εάν το αντικείμενο ανάγκης εισάγεται στην ανθρώπινη εμπειρία ως αναλώσιμο, το αντικείμενο επιθυμίας εισάγεται ως απωλέσιμο. Στην ψυχική οικονομία, η απώλεια ως ενδεχόμενο συνιστά τον δραματικό άξονα της σχέσης του υποκειμένου της επιθυμίας με το αντικείμενό της. Η απώλεια είναι ένα τραύμα. Αιμορραγία της ψυχής. Και κάθε απώλεια ξανανοίγει την πληγή της έλλειψης που οι επιτυχείς αναπληρώσεις είχαν προσπαθήσει να επουλώσουν.

Τι μπορεί όμως να οδηγήσει έναν άνθρωπο να ξανανοίξει αυτήν την πληγή; Γιατί εν προκειμένω ο Ορφέας ξανανοίγει, εκουσίως πλέον την πληγή της έλλειψης απ’ όπου θα αιμορραγήσει το είναι του; Γνωρίζει ‘ότι ενδίδοντας στο παραπλανητικό κάλεσμα της αδημονίας του παραβιάζει την συμβολική δέσμευση που θέσπισε η απόφαση των θεών. Γνωρίζει ότι κοιτώντας την εξακοντίζει πάνω της το ιοβόλο βλέμμα που σαν δάγκωμα φιδιού θα επιφέρει τον ακαριαίο θάνατό της. Μόνο που αυτή τη φορά η εξαϋλωμένη της σκιά θα χαθεί αμετάκλητα στη νύχτα του Άδη. Κι ο ίδιος θα βουλιάζει απαρηγόρητος σ’ ένα θανατηφόρο πένθος. 

Ποιο είναι άραγε το μυστικό αυτής της παράδοξης, αινιγματικής στάσης; Ο Φρόυντ μπορεί να μας βοηθήσει να εντοπίσουμε την απάντηση. Σ’ αυτόν χρωστάμε την πιο διεισδυτική αποκρυπτογράφηση της λογικής του πένθους. Το μυστικό του πένθους συνιστάται σε μια διφορούμενη ταύτιση του υποκειμένου με το αντικείμενο επιθυμίας ως χαμένο. Μέσω της λεγόμενης διεργασίας του πένθους το υποκείμενο επιδιώκει να απαγκιστρωθεί από την θανατηφόρα έλξη που ασκεί πάνω του το αντικείμενο μέσα από το κενό της απώλειας. 

Προσπαθεί να αποσπαστεί από το βαρυτικό πεδίο της «μαύρης τρύπας» που άνοιξε μέσα του η απώλεια του αγαπημένου προσώπου, με απώτερο στόχο να ξαναβρεί την έλξη της ζωής συμπράττοντας εκ νέου με την διαλεκτική των αναπληρώσεων, σε αναζήτηση μιας Ευρυδίκης που δεν θα είναι το ωχρό είδωλο της. Μέσα από την απώλεια του το χαμένο αντικείμενο επιστρέφει ως χαμένος Άλλος που στοιχειώνει την ζωή του υποκειμένου. Αυτός ο Άλλος όμως του οποίου η απώλεια αποτυπώνεται, μέσω των ταυτίσεων, στο είναι μας, ποιος είναι, πως είναι; 

Ο Φρουντ τον υποδήλωνε προσφεύγοντας στον όρο της «σκιάς», αποκαλύπτοντας ότι «ο ίσκιος του χαμένου αντικειμένου πέφτει πάνω στο εγώ». Το χαμένο αντικείμενο επανεγγράφεται στην ψυχική οικονομία σαν μαύρη κηλίδα, σαν ομηρική σκιά που ξεγλίστρησε από τον εγκλεισμό στο βασίλειο του κάτω κόσμου και παρασιτεί σ’ έναν ζωντανό. Η διεργασία του πένθους είναι μια ενδόψυχη διαδικασία που αποσκοπεί να εξορκίσει αυτόν τον σκιώδη Άλλο που επιβιώνει μέσα μας, πέρα από την απώλεια του, χάρη στην κρυφή συνδρομή των ταυτίσεων μας, φιλοξενούμενος των ταυτίσεών μας. Κατά κανόνα η διεργασία του πένθους ολοκληρώνει το εγχείρημα της και επανασυνδέει το υποκείμενο με την ζωή.

Σε ορισμένες περιπτώσεις όμως η διεργασία του πένθους εξοκείλει, βελτιώνει, διαιωνίζεται. Ο Φρόυντ ονομάζει αυτή την αποτυχημένη ανολοκλήρωτη έκβαση παθολογικό πένθος. Το αντικείμενο αποδεικνύεται αναντικατάστατο ή το υποκείμενο αρνείται να το υποκαταστήσει, και αμετάκλητο ταυτισμένο με αυτό διολισθαίνει παραιτημένο στο μοιραίο πεπρωμένο του. Συχνότατα αυτή η μοιραία διολίσθηση συγκαλύπτεται με περίπλοκες στρατηγικές αντιπερισπασμού. Συγκεκριμένα μετά από μία απώλεια που σημαδεύει την ανθρώπινη ύπαρξη βλέπουμε το υποκείμενο να επιστρέφει κατά κάποιο τρόπο στον τόπο του εγκλήματος, δηλαδή στο χείλος αυτής της τραυματικής εμπειρίας, ανανεώνοντας προσχηματικά τους παρτενέρ του και ξαναπαίζοντας το δράμα της απώλειας σ’ ένα δεύτερο χρόνο. 

Εκ πρώτης όψεως η διεργασία του πένθους φαίνεται να έκανε την δουλειά της. Γρήγορα όμως αποδεικνύεται ότι αυτό που ενδιαφέρει το υποκείμενο δεν είναι ο νέος του παρτενέρ αλλά η επανάληψη της απώλειάς του. Πίσω από το σκηνικό των αναπληρώσεων και των υποκαταστάσεων το υποκείμενο δεν παύει να ερωτοτροπεί με το τραύμα της απώλειας ως αναντικατάστατης εμπειρίας. Μέσα στο παθολογικό πένθος, η απώλεια αναδεικνύεται σε περίοπτο και παράδοξο αντικείμενο επιθυμίας. Το συντηρούμενο δράμα των ατέλειωτών χωρισμών, ρήξεων συγκρούσεων κλπ γίνεται η σκηνή όπου η εμπειρία της απώλειας επιστρέφει ως πιστός παρτενέρ του υποκειμένου μέσα στο διφορούμενο, παραπλανητικό παιγνίδι των αναπληρώσεων και των υποκαταστάσεων. 

Μέσα σε αυτή την αυτοκαταστροφική στρατηγική το παθητικό του χαμένου αντικείμενου ανακυκλώνεται σε πάθος της απώλειας. Όσο περισσότερο ο σκιώδης Άλλος αποδεικνύεται αναντικατάστατος τόσο περισσότερο το πάθος της απώλειας απορροφά τη διαλεκτική της επιθυμίας. Η επιθυμία ακολουθεί τα ίχνη του χαμένου αντικείμενου που οδηγούν όχι προς την συνάντηση με αναπληρώνουσες μορφές αλλά προς την χαίνουσα πληγή της απώλειας του. Η επιθυμία δίνει ραντεβού στο νέο αντικείμενο της στο χείλος αυτής της πληγής.

Ο μύθος του Ορφέα στον Άδη αντιπροσωπεύει μια κρυπτογραφημένη μινιμαλιστική έκφραση αυτής της δομής, ομού η διαλεκτική της επιθυμίας καθηλώνεται στο πάθος της απώλειας. Μόνο που εδώ η αλυσίδα των υποκαταστάσεων έχει συμπτυχθεί σ’ ένα επεισόδιο υποτροπής, στο οποίο συμπρωταγωνιστεί ο ίδιος παρτενέρ ως Άλλος, ως σκιά του εαυτού του: η πρωταρχικά χαμένη Ευρυδίκη. Αν ο Ορφέας αποδεικνύεται ανίκανος να τιθασεύσει την θανατηφόρα αδημονία του είναι γιατί αυτό που αναζητά δεν είναι η Ευρυδίκη αλλά η απώλεια της. Μέσα στο ανυπέρβλητο πένθος του, ο Ορφέας ταυτίζει ο αντικείμενο της επιθυμίας του όχι με την Ευρυδίκη αλλά με την Ευρυδίκη ως χαμένη.

Μέσα στην αφηγηματική συμβολική του μύθου η «Ευρυδίκη» είναι το όνομα του αντικειμένου ως χαμένου, το όνομα της απώλειας του, το πρόσωπο της απώλειας. Μέσα στο πένθος του Ορφέα η Ευρυδίκη είναι η γυναίκα που δίνει ένα πρόσωπο στην απώλεια.

Με αυτή την ερμηνεία απόλυτα η διαλεκτική του νόμου και της απαγόρευσης που ενεργοποιούν οι θεότητες του κάτω κόσμου. Ο Νόμος δεν αντιβαίνει στην επιθυμία. Την στηρίζει, αναδεικνύοντας με την απαγόρευση, το αντικείμενό της. Τι σημαίνει άραγε η απαγόρευση που επιβάλλεται στον Ορφέα, αν όχι την υπόδειξη του τόπου όπου η συνάντηση του υποκειμένου της επιθυμίας με το αντικείμενό της καθίσταται εφικτή, πέρα από την «νεκροφιλική» εμμονή στην απώλειά του; Ο νόμος υπενθυμίζει στο υποκείμενο ότι ο Άδης είναι εξ ορισμού το βασίλειο των σκιών, της σκιώδους παρουσίας των ανθρώπων που δεν μπορούν να επιστρέψουν στο φως του κόσμου, της ζωής. 

Γι’ αυτό άλλωστε ο Ορφέας στην κάθοδό του ταυτοποιεί την Ευρυδίκη με μια σκιά την οποία εξομοιώνει με το φαντασιακό της είδωλο, προβάλλοντας πάνω της την ενδόμυχη φαντασίωσή του. Μια εξαϋλωμένη σκιά επιζητά και αδημονεί να αντικρίσει στρέφοντας το βλέμμα του προς την απαγορευμένη κατεύθυνση. Είναι σαφές ότι ο Ορφέας αδημονεί να ξανασυναντήσει την χαμένη Ευρυδίκη όχι στον κόσμο των ζωντανών αλλά στο βασίλειο των νεκρών. Αδημονεί να ξαναβρεί όχι την ζώσα ύπαρξή της αλλά την σκιά της απώλειας της όπου τον συμπαρασύρει ο ρους της επιθυμία του. 

Θα έλεγα ότι η «νεκροφιλική» εσωτερίκευση της απώλειας μέσα στο ανεκτέλεστο, μετέωρο πένθος του Ορφέα, συνοψίζει το μυστικό της σπαταλημένης ευκαιρίας και της Αδη-μονίας του.

Δημήτρις Βεργέτης 

Δεν υπάρχουν σχόλια: